dicionário
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
dicionário
(pt)
λεξικό
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Български
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lëtzebuergesch
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Монгол
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Soomaaliga
Svenska
Kiswahili
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú