digger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

digger (en)

  1. o σκαφτιάς, άνθρωπου που σκάβει
  2. ο εκσκαφέας, μηχάνημα που σκάβει

Δείτε επίσης[επεξεργασία]