dildo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dilˈdo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: dil‐do

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dildo (tr)

  • ο όλισβος, δερμάτινο ομοίωμα πέους ως ερωτικό βοήθημα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]