disenfranchised
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
disenfranchised (en)
- χωρίς δικαίωμα ψήφου, αποστερημένος του δικαιώματος ψήφου
- απογοητευμένος πολιτικά, απογοητευμένος από την πολιτική, που νοιώθει ότι δεν αντιπροσωπεύεται πολιτικά
- μεταφορική όμως συχνότερη χρήση
- (για πολίτη και παλαιότερα για διοικητικό διαμέρισμα) χωρίς πολιτικό αντιπρόσωπο
- (ή με ψευδοαντιπρόσωπο/εικονικό αντιπρόσωπο)