disenfranchised

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

disenfranchised (en)

  1. χωρίς δικαίωμα ψήφου, αποστερημένος του δικαιώματος ψήφου
  2. απογοητευμένος πολιτικά, απογοητευμένος από την πολιτική, που νοιώθει ότι δεν αντιπροσωπεύεται πολιτικά
    • μεταφορική όμως συχνότερη χρήση
  3. (για πολίτη και παλαιότερα για διοικητικό διαμέρισμα) χωρίς πολιτικό αντιπρόσωπο
    • (ή με ψευδοαντιπρόσωπο/εικονικό αντιπρόσωπο)