disvolviĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα disvolviĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | disvolviĝas | disvolviĝanta | disvolviĝata |
αόριστος | disvolviĝis | disvolviĝinta | disvolviĝita |
μέλλοντας | disvolviĝos | disvolviĝonta | disvolviĝota |
υποθετική | disvolviĝus | - | - |
προστακτική | disvolviĝu | - | - |
disvolviĝi (eo)