disvolviĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα disvolviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας disvolviĝas disvolviĝanta disvolviĝata
αόριστος disvolviĝis disvolviĝinta disvolviĝita
μέλλοντας disvolviĝos disvolviĝonta disvolviĝota
υποθετική disvolviĝus - -
προστακτική disvolviĝu - -

disvolviĝi (eo)