ditë
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ditë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: dita) (πληθυντικός ditë)
- η μέρα
ditë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: dita) (πληθυντικός ditë)