domates
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- domates < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική طوماتس (domates) < νέα ελληνική ντομάτες, πληθυντικού του ντομάτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]domates (tr)