doozy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doozy (en) (αργκό)

  • εκπληκτικός
  • μοναδικός, ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός