dowód
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dowód (pl) αρσενικό
- η απόδειξη ως:
- υλικό ή σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν κάτι
- (μαθηματικά) σύνολο υπολογισμών που οδηγεί σε αδιαμφισβήτο συμπέρασμα