drake
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drake | drakes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drake (en)
- (ιδιωματικό) αρσενική πάπια
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drake (sv)
- ο δράκος