drzwi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drzwi (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
drzwi (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό