dzień
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]dzień < πρωτοσλαβική dьnь
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dzień (pl) αρσενικό
- η μέρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- codziennie
- codzienność
- codzienny
- dniówka
- dzienniczek
- dziennie
- dziennik
- dziennikarka
- dziennikarstwo
- dziennikarz
- dzienny
- dzionek