dziennik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

dziennik < dzień

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dziennik (pl) αρσενικό

  1. το ημερολόγιο, το έντυπο που καταγράφονται καθημερινές εργασίες, ενέργειες κλπ
  2. η εφημερίδα (καθημερινή)
  3. το δελτίο ειδήσεων
  4. το πρόγραμμα για την τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]