einverstanden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]einverstanden (de)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- einverstanden sein mit: συμφωνώ με
einverstanden (de)