Μετάβαση στο περιεχόμενο

elŝteliĝita

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

elŝteliĝita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος elŝteliĝi