βατερλό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατερλό ουδέτερο άκλιτο
- (μεταφορικά) εξουθενωτική ήττα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατερλό
|
Δείτε επίσης : Βατερλό |
βατερλό ουδέτερο άκλιτο
|