θεοδοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεοδοσία < θεός + δίδωμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεοδοσία θηλυκό

  1. η προσφορά σε θεό, ή θεούς
  2. το αφιέρωμα