κουμκουάτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουμκουάτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο του γένους Fortunella με λογχοειδή φύλλα και άσπρα άνθη, που κατάγεται από την Κίνα και παράγει εδώδιμους καρπούς
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου, ο οποίος είναι ωοειδής ή στρογγυλός, πορτοκαλής όταν ωριμάσει, και ο φλοιός του οποίου τρώγεται μαζί με τη σάρκα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κουμκουάτ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κινεζικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)