Μετάβαση στο περιεχόμενο

kumquat

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kumquat (en)



      ενικός         πληθυντικός  
kumquat kumquats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kumquat (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kumquat (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]