kumquat
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kumquat (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kumquat | kumquats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kumquat (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kumquat (it)