electoral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
electoral < elector + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

electoral (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • εκλεκτορικός, εκλογικός, προεκλογικός, που σχετίζεται με τις εκλογές
    Electoral rolls are revised every January.
    Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
    The electoral campaign entered into the final stretch.
    Η προεκλογική εκστρατεία μπήκε στην τελική ευθεία.



Επίθετο

[επεξεργασία]

electoral (ro)