Μετάβαση στο περιεχόμενο

eligible

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός eligible
συγκριτικός more eligible
υπερθετικός most eligible

Επίθετο

[επεξεργασία]

eligible (en)

  1. πληρώ τις προϋποθέσεις για κάτι· δικαιούμαι κάτι, έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι
      You may be eligible to receive benefits.
    Μπορεί να πληροίτε τις προϋποθέσεις για να λάβετε επιδόματα.
      He is eligible to receive a pension/a promotion.
    Δικαιούται να πάρει σύνταξη/προαγωγή.
      When are you eligible to vote in your country?
    Πότε έχεις δικαίωμα να ψηφίσεις στη χώρα σου;
  2. υποψήφιος, ελεύθερος, για άντρα ή γυναίκα που δεν είναι σε ερωτική σχέση
      an eligible bachelor - υποψήφιος γαμπρός
      He has two eligible daughters.
    Έχει δυο κόρες ελεύθερες.