eligible
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | eligible |
συγκριτικός | more eligible |
υπερθετικός | most eligible |
Επίθετο
[επεξεργασία]eligible (en)
- πληρώ τις προϋποθέσεις για κάτι· δικαιούμαι κάτι, έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι
- ⮡ You may be eligible to receive benefits.
- Μπορεί να πληροίτε τις προϋποθέσεις για να λάβετε επιδόματα.
- ⮡ He is eligible to receive a pension/a promotion.
- Δικαιούται να πάρει σύνταξη/προαγωγή.
- ⮡ When are you eligible to vote in your country?
- Πότε έχεις δικαίωμα να ψηφίσεις στη χώρα σου;
- ⮡ You may be eligible to receive benefits.
- υποψήφιος, ελεύθερος, για άντρα ή γυναίκα που δεν είναι σε ερωτική σχέση
- ⮡ an eligible bachelor - υποψήφιος γαμπρός
- ⮡ He has two eligible daughters.
- Έχει δυο κόρες ελεύθερες.