elliptical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

elliptical (en)

  1. ελλειπτικός, που έχει σχήμα παρόμοιo με έλλειψη, οβάλ
  2. ελλειπτικός, που χαρακτηρίζεται από ελλειπτικότητα (για λόγο, πρόταση κλπ)
  3. (μαθηματικά) (σπάνιο) → δείτε τη λέξη elliptic