enŝuti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enŝuti < en + ŝuti

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enŝuti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enŝutas enŝutanta enŝutata
αόριστος enŝutis enŝutinta enŝutita
μέλλοντας enŝutos enŝutonta enŝutota
υποθετική enŝutus - -
προστακτική enŝutu - -

enŝuti (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

ensxuti, enshuti, ens'uti