Μετάβαση στο περιεχόμενο

enginyera

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
enginyera < θηλυκό του enginyer

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

enginyera (ca) θηλυκό