enmiksiĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

enmiksiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος enmiksiĝi