Μετάβαση στο περιεχόμενο

eno

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eno (fi)

  1. θείος από την πλευρά της μητέρας
  2. μεγάλος ποταμός· συνηθίζεται σε ονόματα ποταμών, π.χ. Lätäseno

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]