eno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eno (fi)
- θείος από την πλευρά της μητέρας
- μεγάλος ποταμός· συνηθίζεται σε ονόματα ποταμών, π.χ. Lätäseno
eno (fi)