enrigardi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enrigardi < en + rigardi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enrigardi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enrigardas enrigardanta enrigardata
αόριστος enrigardis enrigardinta enrigardita
μέλλοντας enrigardos enrigardonta enrigardota
υποθετική enrigardus - -
προστακτική enrigardu - -

enrigardi (eo)