esquecido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- esquecido < esquecer < λατινικό excadescere
Επίθετο[επεξεργασία]
esquecido (pt)
- ξεχασμένος
- που χάθηκε από τη μνήμη
esquecido (pt)