eventfully

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

eventfully (en)

  • το να συμβαίνουν γεγονότα ή ενδιαφέροντα πράγματα