evitigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

evitigi < evit- + -ig- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα evitigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας evitigas evitiganta evitigata
αόριστος evitigis evitiginta evitigita
μέλλοντας evitigos evitigonta evitigota
υποθετική evitigus - -
προστακτική evitigu - -

evitigi (eo)

  • δίνω τη δυνατότητα σε κάποιον να αποφύγει κάτι
mi evitigis al ŝi multajn erarojn
της έδωσα τη δυνατότητα να αποφύγει πολλά λάθη (τη « γλύτωσα » από πολλά λάθη)