excubo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
excubo < ex- + cubo

excubo (la)

  1. περνάω τη νύχτα στο ύπαιθρο
  2. φυλάω σκοπιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]