cubo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cubo cubos

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cubo (es)

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)
  3. ο κουβάς



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cubo cubi

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cubo (it) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

cubo (la)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cubo cubos

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cubo (pt) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)