explico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

explico < ex + plico

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈeks.pli.koː/

Ρήμα[επεξεργασία]

explico (la) (explicō1, explicāvī, explicātum, explicāre)

Κλίση[επεξεργασία]