expository

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

expository (en)

  1. εξηγητικός, επεξηγηματικός, ερμηνευτικός
  2. εκθεσιακός, που παρουσιάζει κάτι