faculties

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faculties (en)

  • (στον πληθυντικό) νοητική ικανότητα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

faculties (en)

  • πληθυντικός του faculty