faculties
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faculties (en)
- (στον πληθυντικό) νοητική ικανότητα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]faculties (en)
- πληθυντικός του faculty