fag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
fag < fag end

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fag (en)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
fag < faggot < μέση αγγλική < παλαιά γαλλικά fagot ‎(δέσμη ξύλινων ράβδων) < παλαιά ιταλικά fagotto, υποκοριστικό των δημωδών λατινικών *facus, από λατινικά fascis ‎(δέσμη ξύλων)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fag (en)