Μετάβαση στο περιεχόμενο

faller

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faller (en)

  1. κάποιος που πέφτει
  2. ο ξυλοκόπος που κόβει και ρίχνει κάτω τα δέντρα