falsch einschätzen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

falsch einschätzen (de) (παρατατικός: falsch einschätzte, μετοχή παρακειμένου: falsch eingeschätzt)

Du hast seine Fähigkeiten falsch eingeschätzt! - Παραγνώρισες τις ικανότητές του!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]