falsch einschätzen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
falsch einschätzen (de) (παρατατικός: falsch einschätzte, μετοχή παρακειμένου: falsch eingeschätzt)
- κάνω εσφαλμένη εκτίμηση, παραγνωρίζω
- Du hast seine Fähigkeiten falsch eingeschätzt! - Παραγνώρισες τις ικανότητές του!