fecundity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fecundity (en)

  • η γονιμότητα
  • ικανότητα αναπαραγωγής (ενώ fertility ρυθμός αναπαραγωγής στην πράξη)