feint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

feint < λατινικά: fictus προσποιητός, ψευδής, αναληθής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

feint (en)