fenomen
Εμφάνιση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fenomen (ca) αρσενικό
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fenomen (no)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fenomen (sv) ουδέτερο
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fenomen (tr)