Μετάβαση στο περιεχόμενο

fero

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fero < fer + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fero (eo)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

fero (la)