flimsy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flimsy (en)

  • αδύναμος, που είναι πιθανόν ότι θα λυγίσει ή θα καταρρεύσει υπό πίεση