floor plan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈflɔː ˌplæn/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
floor plan (en)
- κάτοψη διαρρύθμισης διαμερίσματος
/ˈflɔː ˌplæn/
floor plan (en)