foc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foc (fr) αρσενικό
- o φλόκος
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foc (ro)