footslog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

footslog (en)

  • κουραστική πεζοπορία

footslog (en)

  • περπατώ για ώρα σε ανώμαλο δρόμο και είμαι κουρασμένος