Μετάβαση στο περιεχόμενο

forbidding

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός forbidding
συγκριτικός more forbidding
υπερθετικός most forbidding

forbidding (en)

  • βλοσυρός, απειλητικός στην όψη, αφιλόξενος τόπος, που φαίνεται εχθρικό και τρομακτικό
      a forbidding appearance - βλοσυρή εμφάνιση
      a forbidding look - απειλητικό βλέμμα
      a wild and forbidding mountain - άγριο και αφιλόξενο βουνό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

forbidding (en)