forbidding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | forbidding |
συγκριτικός | more forbidding |
υπερθετικός | most forbidding |
forbidding (en)
- βλοσυρός, απειλητικός στην όψη, αφιλόξενος τόπος, που φαίνεται εχθρικό και τρομακτικό
- ⮡ a forbidding appearance - βλοσυρή εμφάνιση
- ⮡ a forbidding look - απειλητικό βλέμμα
- ⮡ a wild and forbidding mountain - άγριο και αφιλόξενο βουνό
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]forbidding (en)