fout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fout (af)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fout (nl)
Παπιαμέντο (pap)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fout