freisprechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
freisprechen (de) (αόριστος freisprach, μετοχή μέλλοντα freigesprochen)
- αθωώνω
- Das Gericht sprach den Angeklagten frei. - Το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο.