frit
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | frit | frits |
θηλυκό | frite | frites |
frit (fr)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]frit (en)
- (υαλουργία) ειδικό τριμμένο γυαλί (π.χ. για επισμάλτωση)